ασυγκατάθετος

ασυγκατάθετος
η , ο [ος , ον ] не согласный (с чём-л.), не одобряющий (чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ασυγκατάθετος" в других словарях:

  • ασυγκατάθετος — ἀσυγκατάθετος, ον (AM) [συγκατατίθημι] αυτός που δεν συγκατατίθεται, που δεν συμφωνεί σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀσυγκαταθέτως — ἀσυγκατάθετος withholding assent adverbial ἀσυγκατάθετος withholding assent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκαταθέτους — ἀσυγκατάθετος withholding assent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκαταθέτῳ — ἀσυγκατάθετος withholding assent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκατάθετοι — ἀσυγκατάθετος withholding assent masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»